ἐπιτρέπω — to turn to pres subj act 1st sg ἐπιτρέπω to turn to pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτρέπω — επιτρέπω, επέτρεψα βλ. πίν. 9 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επιτρέπω — (AM ἐπιτρέπω και ιων. τ. ἐπιτράπω) [τρέπω] 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι, ανέχομαι (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῡτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῑν», Αριστοφ. γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
επιτρέπω — επίτρεψα και επέτρεψα, επιτράπηκα, επιτετραμμένος, μτβ. 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να πει ή να κάνει κάτι, τον αφήνω ελεύθερο να κάνει κάτι, δεν τον εμποδίζω. 2. το παθ. στο γ εν. πρόσωπο όλων των χρόνων, δίνεται η άδεια για κάτι, είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιτετραμμένα — ἐπιτρέπω to turn to perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐπιτετραμμένᾱ , ἐπιτρέπω to turn to perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐπιτετραμμένᾱ , ἐπιτρέπω to turn to perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτρέπεσθε — ἐπιτρέπω to turn to pres imperat mp 2nd pl ἐπιτρέπω to turn to pres ind mp 2nd pl ἐπιτρέπω to turn to imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτρέπετε — ἐπιτρέπω to turn to pres imperat act 2nd pl ἐπιτρέπω to turn to pres ind act 2nd pl ἐπιτρέπω to turn to imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτρέπῃ — ἐπιτρέπω to turn to pres subj mp 2nd sg ἐπιτρέπω to turn to pres ind mp 2nd sg ἐπιτρέπω to turn to pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτρέψει — ἐπιτρέπω to turn to aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιτρέπω to turn to fut ind mid 2nd sg ἐπιτρέπω to turn to fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτρέψουσι — ἐπιτρέπω to turn to aor subj act 3rd pl (epic) ἐπιτρέπω to turn to fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιτρέπω to turn to fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτρέψουσιν — ἐπιτρέπω to turn to aor subj act 3rd pl (epic) ἐπιτρέπω to turn to fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιτρέπω to turn to fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)